- εἰστιτρώσκω
- εἰστιτρώσκω, [tense] aor. ἐσέτρωσα,A perforate, pierce,
τῷ ὀστέῳ μέσφα μήνιγγος Aret. CD1.2
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τῷ ὀστέῳ μέσφα μήνιγγος Aret. CD1.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.